ξενότελος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(6_21)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενότελος''': τό, [[τέλος]] τι, [[οἷον]] τὸ παρ’ Ἀθηναίοις [[μετοίκιον]], Ἀνδρον. νεωτ. χρυσόβουλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 161, σ. 1113.
|lstext='''ξενότελος''': τό, [[τέλος]] τι, [[οἷον]] τὸ παρ’ Ἀθηναίοις [[μετοίκιον]], Ἀνδρον. νεωτ. χρυσόβουλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 161, σ. 1113.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενότελος]], τὸ (Μ)<br />[[είδος]] φόρου, παρόμοιου με το μετοίκιο τών Αθηναίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[τέλος]] «[[φόρος]], όασμός»].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενότελος: τό, τέλος τι, οἷον τὸ παρ’ Ἀθηναίοις μετοίκιον, Ἀνδρον. νεωτ. χρυσόβουλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 161, σ. 1113.

Greek Monolingual

ξενότελος, τὸ (Μ)
είδος φόρου, παρόμοιου με το μετοίκιο τών Αθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τέλος «φόρος, όασμός»].