ξενόμορφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
(27) |
(No difference)
|
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
(27) |
(No difference)
|
-η, -ο
1. αυτός που έχει ξένη μορφή, ξένο σχήμα
2. φρ. «ξενόμορφα ορυκτά»
(ορυκτ.) τα ορυκτά που δεν παρουσιάζουν δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλ. αλλοτριόμορφα ορυκτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό-μορφος, ιδιό-μορφος].