ξενόμορφος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει ξένη μορφή, ξένο σχήμα
2. φρ. «ξενόμορφα ορυκτά»
(ορυκτ.) τα ορυκτά που δεν παρουσιάζουν δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλ. αλλοτριόμορφα ορυκτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος, ιδιόμορφος].