οικειοποιούμαι: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Greek Monolingual

(Α οἰκειοποιοῡμαι, -έομαι)
παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον και το κάνω δικό μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι
αρχ.
1. υιοθετώ
2. (το ενεργ.) οἰκειοποιῶ, -έω- καθιστώ κάτι οικείο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -ποιῶ / -ποιοῦμαι (< -ποιός)].