υιοθετώ
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
Greek Monolingual
υιοθετῶ, -έω, ΝΜΑ υιοθεσία
αναγνωρίζω επίσημα, με νομικές διατυπώσεις, ξένο παιδί ως δικό μου
νεοελλ.
μτφ. εγκρίνω και αποδέχομαι ενέργεια, γνώμη, ιδέα ή απόφαση ενός άλλου και ταυτόχρονα αναλαμβάνω τη σχετική ευθύνη («η αντιπολίτευση υιοθέτησε τελικά το σχέδιο της κυβέρνησης»).