οικότροφος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(28)
(No difference)

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οικότροφος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή
2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός
αρχ.
αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. αμμό-τροφος, ορεσί-τροφος].