ολοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(28)
(No difference)

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὀλοεργός, -όν (Α)
1. ολοεργής
2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργός (< ἔργον)].