σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
ὀλοεργός, -όν (Α)1. ολοεργής2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῦργος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργός (< ἔργον)].