ομοεργός: Difference between revisions
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:09, 29 September 2017
Greek Monolingual
ὁμοεργός, -όν (Μ)
αυτός που εκτελεί τις ίδιες ενέργειες με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. κακο-εργός].