ὁμοεργής: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(6_8)
(28)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοεργής''': -ές, ὁ συμπράττων, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σελ. 59Β, C, Ἱππόλ. 837Α.
|lstext='''ὁμοεργής''': -ές, ὁ συμπράττων, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σελ. 59Β, C, Ἱππόλ. 837Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοεργής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που συμπράττει με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολο</i>-<i>εργής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 334] ές, zusammenhandelnd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεργής: -ές, ὁ συμπράττων, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σελ. 59Β, C, Ἱππόλ. 837Α.

Greek Monolingual

ὁμοεργής, -ές (ΑΜ)
αυτός που συμπράττει με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολο-εργής].