ὀροιτύπος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀροιτύπος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[ὀρειτύπος]].
|lstext='''ὀροιτύπος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[ὀρειτύπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀροιτύπος]], -ον (Α)<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[ὀρειτύπος]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 385] = ὀρειτύπος, Nic. Ther. 5. 377; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροιτύπος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. ὀρειτύπος.

Greek Monolingual

ὀροιτύπος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) βλ. ὀρειτύπος.