οροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(29)
(No difference)

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
ὁροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. οροφύλακας.———————— (II)
ὀροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.