οικία
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
Greek Monolingual
η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία)
στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή της οικογένειας, εστία της οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε καταλιπόντας καὶ ἱερά», Θουκ)
αρχ.
1. διαμέρισμα, τμήμα σπιτιού, δωμάτιο
2. (αττ. δίκ.) το κτήριο της διαμονής, σε αντιδιαστολή με τον οίκο, που δήλωνε όλη την περιουσία, κινητή και ακίνητη, του ιδιοκτήτη
3. οικιακός εξοπλισμός, οικοσκευή
6. όσοι ζουν μέσα στο σπίτι, οικογένεια, φαμίλια
7. συνεκδ. το γένος από το οποίο κατάγεται κανείς, η γενιά, το σόι
8. (με ειδική σημ.) ιατρική σχολή
9. φρ. α) «ὁ ἐπὶ τῆς οἰκίας» — επιστάτης, οικονόμος
β) «κατ' οἰκίαν» και «κατ' οἰκίας» και «ἐπὶ τῆς οἰκίας» — στο σπίτι, κατ' οίκον, οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος. Η λ. οἶκος έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο από τη λ. οἰκία, γιατί, εκτός από την οικογένεια και τον τόπο διαμονής της οικογένειας, δήλωνε και ολόκληρη την πατρική περιουσία, καθετί που έχει στην κατοχή του ο οικοδεσπότης].