οστρακεύς: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(29) |
(No difference)
|
Revision as of 12:11, 29 September 2017
Greek Monolingual
ὀστρακεύς, -έως, ὁ (Α)
κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].