ορχηστήρ: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
(No difference)
|
Revision as of 12:11, 29 September 2017
Greek Monolingual
ὀρχηστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ορχηστής
2. ψάρι που σπαρταρά
3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» — πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνησ-τήρ)].