ὀφθαλμόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(a)
 
(30)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ὁ, Augendiener, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ὁ, Augendiener, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὀφθαλμόδουλος''': -ον, ὁ [[δοῦλος]] ὁ ποιῶν τὰ τῷ δούλῳ ἀνήκοντα χρέη μόνον [[ὅταν]] ἐπιβλέπῃ αὐτὸν ὁ [[δεσπότης]], μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποστολ. Διαταγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀφθαλμόδουλος]], -ον (Α)<br />(για δούλο) αυτός ο [[οποίος]] κάνει εκείνο που [[πρέπει]] μόνο όταν τον επιβλέπει ο [[δεσπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 425] ὁ, Augendiener, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμόδουλος: -ον, ὁ δοῦλος ὁ ποιῶν τὰ τῷ δούλῳ ἀνήκοντα χρέη μόνον ὅταν ἐπιβλέπῃ αὐτὸν ὁ δεσπότης, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποστολ. Διαταγ.

Greek Monolingual

ὀφθαλμόδουλος, -ον (Α)
(για δούλο) αυτός ο οποίος κάνει εκείνο που πρέπει μόνο όταν τον επιβλέπει ο δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δοῦλος.