παλίουρος: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />paliure <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG πάλι-, [[οὖρον]], la plante étant diurétique.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />paliure <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG πάλι-, [[οὖρον]], la plante étant diurétique.
}}
{{grml
|mltxt=και πάλιουρας, ο (Α [[παλίουρος]], ὁ, ἡ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[ραμνώδη]] και του οποίου ένα [[είδος]], αυτοφυές στην [[Ελλάδα]], [[είναι]] [[σήμερα]] κοινώς γνωστό ως [[παλιούρι]] και χρησιμοποιείται για περιφράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δένδρο]] [[ζίζυφος]] η [[κεντροφόρος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παλίουρος]]<br />[[κάδος]] [[ἀντλητήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[οὖρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οὐρῶ</i>), πιθ. λόγω τών διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού].
}}
}}