πανόσιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνόσιος''': -α, -ον, [[πάνυ]] [[ὅσιος]], Συλλ. Ἐπιγρ 8638, 8727. | |lstext='''πᾰνόσιος''': -α, -ον, [[πάνυ]] [[ὅσιος]], Συλλ. Ἐπιγρ 8638, 8727. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πανόσιος]], -ία, -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> οσιότατος, [[κατά]] τα [[πάντα]] όσιος<br /><b>2.</b> (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) <i>ο πανοσιότατος</i> και <i>πανοσιώτατος</i><br />[[τιμητικός]] [[τίτλος]] τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 461] ganz heilig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνόσιος: -α, -ον, πάνυ ὅσιος, Συλλ. Ἐπιγρ 8638, 8727.
Greek Monolingual
-α, -ο / πανόσιος, -ία, -ον, ΝΜ
1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος
2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος
τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.).