παραθηκοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_4)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραθηκοφύλαξ''': -ακος, ὁ, φυλάττων τὰς παρακαταθήκας, Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. 1. 14.
|lstext='''παραθηκοφύλαξ''': -ακος, ὁ, φυλάττων τὰς παρακαταθήκας, Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. 1. 14.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />ο [[φύλακας]] τών παρακαταθηκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραθήκη]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 479] ακος, ὁ, Wächter über ein Depositum, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραθηκοφύλαξ: -ακος, ὁ, φυλάττων τὰς παρακαταθήκας, Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. 1. 14.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
ο φύλακας τών παρακαταθηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + φύλαξ.