πεντάφωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_17)
(31)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντάφωτος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] φῶτα, λαμπὰς Μεθόδ. 382C·
|lstext='''πεντάφωτος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] φῶτα, λαμπὰς Μεθόδ. 382C·
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάφωτος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πέντε]] φώτα, δηλ. [[πέντε]] λαμπτήρες ή λυχνίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]]) αυτός που φωτίζεται από [[πέντε]] πηγές, που παίρνει πληροφορίες από [[πέντε]] πηγές, [[δηλαδή]] από τις [[πέντε]] αισθήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τρισσό</i>-<i>φωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 557] λαμπάς, ἡ, mit fünf Leuchten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάφωτος: -ον, ὁ ἔχων πέντε φῶτα, λαμπὰς Μεθόδ. 382C·

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάφωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πέντε φώτα, δηλ. πέντε λαμπτήρες ή λυχνίες
μσν.
μτφ. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που φωτίζεται από πέντε πηγές, που παίρνει πληροφορίες από πέντε πηγές, δηλαδή από τις πέντε αισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσό-φωτος].