πεντάφωτος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 557] λαμπάς, ἡ, mit fünf Leuchten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάφωτος: -ον, ὁ ἔχων πέντε φῶτα, λαμπὰς Μεθόδ. 382C·
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάφωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πέντε φώτα, δηλ. πέντε λαμπτήρες ή λυχνίες
μσν.
μτφ. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που φωτίζεται από πέντε πηγές, που παίρνει πληροφορίες από πέντε πηγές, δηλαδή από τις πέντε αισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσόφωτος].