πετριά: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(32)
(No difference)

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. βολή, ρίψη πέτρας
2. η απόσταση στην οποία φτάνει η ρίψη πέτρας
3. χτύπημα, τραύμα από ρίψη πέτρας
4. υπαινιγμός («μού ριξε μια πετριά μπροστά στους άλλους»)
5. έμμονη ιδέα, ιδιοτροπία («έχει την πετριά της μεγαλοφυίας» — νομίζει ότι είναι μεγαλοφυής και συμπεριφέρεται ανάλογα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ιά (πρβλ. ξυλ-ιά)].