μεγαλοφυής

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοφῠής Medium diacritics: μεγαλοφυής Low diacritics: μεγαλοφυής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ
Transliteration A: megalophyḗs Transliteration B: megalophyēs Transliteration C: megalofyis Beta Code: megalofuh/s

English (LSJ)

μεγαλοφυές, (φυή)
A of noble nature, ἄνδρα μεγαλοφυέστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον Plb.12.23.5, cf. Dam.Pr.54 (Comp.); οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων S.E.P.1.12, cf. Arr. Epict.3.23.15; μ. ἤθη καὶ πάθη D.H.Vett.Cens.2.11; ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου, as a title, Just.Nov.126.3 Ep. Adv. μεγαλοφυῶς Arr.Epict.2.17.19.
2 endowed with genius, Phld.Rh.1.28 S., D.L.1.38; τὸ μεγαλοφυές = lofty genius, Longin.9.1; τὸ μεγαλοφυέστατον Id.34.4.
3 large, ἀμφίβια (in the Nile), Str.15.1.22.
II Adv. μεγαλοφυῶς in bad sense, with exaggeration, Cleom.2.1.

German (Pape)

[Seite 108] ές, großer, edler Natur, von großen natürlichen Anlagen, S. Emp. pyrrh. 1, 12; μεγαλοφυέστερος ἢ κατ' ἄνθρωπον Pol. 12, 23, 5.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοφυής:
1 благородный, возвышенный Polyb., Sext.;
2 высокоодаренный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφυής: -ές, (φυὴ) εὐγενὴς τὴν φύσιν, Πολύβ. 12. 23, 5, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. κρίσις 11· πεπροικισμένος μὲ ἔξοχον εὐφυΐαν, ἐπὶ ζωγράφου, Διογ. Λ, 1. 28· τὸ μ., ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Λογγῖν. 9. 1. Ἐπίρρ. μεγαλοφυῶς Κλήμ. Ἀλ. 582, κλ.

Greek Monolingual

-ές (ΑM μεγαλοφυής, -ές)
1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και του οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής καλλιτέχνης» β. «μεγαλοφυής εφευρέτης»)
2. (για ανθρώπινα έργα) αυτός που έχει γίνει από μεγαλοφυή άνθρωπο ή αυτός που ταιριάζει σε μεγαλοφυή άνθρωπο (α. «μεγαλοφυές δημιούργημα» β. «μεγαλοφυά ήθη καί πάθη», Διον. Αλικ.)
μσν.-αρχ.
λεγόταν ως τιμητική προσφώνηση («ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου», Ιουστιν.)
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλο ανάστημα, μεγαλόσωμος, σωματώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλοφυές
μεγάλη, έξοχη ευφυΐα, εξαιρετικό πνεύμα.
επίρρ...
μεγαλοφυώς (Α μεγαλοφυῶς)
με τρόπο μεγαλοφυή
αρχ.
(με κακή σημ.) με υπερβολικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. αυτοφυής, ευφυής].