3,274,913
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />trame, tissu, toile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |btext=ης (ἡ) :<br />trame, tissu, toile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μίτος]], το [[νήμα]] που τυλίγεται στο [[μασούρι]] της σαΐτας του αργαλειού, το [[υφάδι]] που διαπλέκεται με το [[στημόνι]] του υφάσματος που υφαίνεται<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πήναι</i><br />το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[πηνίο]], το [[μασούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες συνδέσεις, που έχουν προταθεί, με: λατ. <i>pannus</i> «[[ράκος]]», γοτθ. <i>fana</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fano</i>, γερμ. <i>Fahne</i> «[[κομμάτι]] υφάσματος» ή με ένα [[ρήμα]] με σημ. «[[γνέθω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πένομαι]]), προσκρούουν τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | |||
}} | }} |