3,277,637
edits
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μίτος]], το [[νήμα]] που τυλίγεται στο [[μασούρι]] της σαΐτας του αργαλειού, το [[υφάδι]] που διαπλέκεται με το [[στημόνι]] του υφάσματος που υφαίνεται<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πήναι</i><br />το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[πηνίο]], το [[μασούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες συνδέσεις, που έχουν προταθεί, με: λατ. <i>pannus</i> «[[ράκος]]», γοτθ. <i>fana</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fano</i>, γερμ. <i>Fahne</i> «[[κομμάτι]] υφάσματος» ή με ένα [[ρήμα]] με σημ. «[[γνέθω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πένομαι]]), προσκρούουν τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μίτος]], το [[νήμα]] που τυλίγεται στο [[μασούρι]] της σαΐτας του αργαλειού, το [[υφάδι]] που διαπλέκεται με το [[στημόνι]] του υφάσματος που υφαίνεται<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πήναι</i><br />το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[πηνίο]], το [[μασούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες συνδέσεις, που έχουν προταθεί, με: λατ. <i>pannus</i> «[[ράκος]]», γοτθ. <i>fana</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fano</i>, γερμ. <i>Fahne</i> «[[κομμάτι]] υφάσματος» ή με ένα [[ρήμα]] με σημ. «[[γνέθω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πένομαι]]), προσκρούουν τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[κλωστή]] στην [[κουβαρίστρα]] ή στη σαΐτα του αργαλειού, [[υφάδι]], και στον πληθ., ο [[ιστός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ή [[μασούρι]], όπως το <i>πήνιον</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |