Anonymous

πήνη: Difference between revisions

From LSJ
1,121 bytes added ,  29 September 2017
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />trame, tissu, toile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=ης (ἡ) :<br />trame, tissu, toile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μίτος]], το [[νήμα]] που τυλίγεται στο [[μασούρι]] της σαΐτας του αργαλειού, το [[υφάδι]] που διαπλέκεται με το [[στημόνι]] του υφάσματος που υφαίνεται<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πήναι</i><br />το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[πηνίο]], το [[μασούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες συνδέσεις, που έχουν προταθεί, με: λατ. <i>pannus</i> «[[ράκος]]», γοτθ. <i>fana</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fano</i>, γερμ. <i>Fahne</i> «[[κομμάτι]] υφάσματος» ή με ένα [[ρήμα]] με σημ. «[[γνέθω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πένομαι]]), προσκρούουν τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}