Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(33) |
(No difference)
|
το, Ν
(διαλ. τ.) μικρό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + υποκορ. κατάλ. -αρέλι (πρβλ. παιδ-αρέλι)].