πολυκάνδηλο: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(33)
(No difference)

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν
πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ' στο ναό της Φύσης», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κανδήλι(ον) / καντήλι (πρβλ. νυχτο-κάντηλο)].