καντήλι
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
και κανδήλι (Μ καντήλι και κανδήλι και κανδήλιον)
η μικρή καντήλα, το λυχνάρι που βρίσκεται μπροστά από τις εικόνες τών αγίων
(νεολλ.) φρ.
1. «σώθηκε το καντήλι του» — είναι ετοιμοθάνατος
2. «του άναψαν τα καντήλια» — εξοργίστηκε
3. «... το καντήλι μου» ή «κατεβάζω καντήλια» — βρίζω κατά κόρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα (καντήλα) + υποκορ. κατάλ. -ιον Η λ. γράφεται και με -ι- (καντίλι), ως απλούστερη απόδοση του ξενικού (λατ. ē)].