πορτοφολάς: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(No difference)
|
Revision as of 12:20, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, θηλ. πορτοφολού, Ν πορτοφόλι
1. αυτός που κατασκευάζει πορτοφόλια
2. αυτός που κλέβει πορτοφόλια.
(33) |
(No difference)
|
ο, θηλ. πορτοφολού, Ν πορτοφόλι
1. αυτός που κατασκευάζει πορτοφόλια
2. αυτός που κλέβει πορτοφόλια.