πολύυδρος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_17)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύυδρος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον [[ὕδωρ]], τόποι Πλάτ. Νόμ. 761Β.
|lstext='''πολύυδρος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον [[ὕδωρ]], τόποι Πλάτ. Νόμ. 761Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύυδρος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει πολύ, άφθονο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μελάν</i>-<i>υδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύυδρος Medium diacritics: πολύυδρος Low diacritics: πολύυδρος Capitals: ΠΟΛΥΥΔΡΟΣ
Transliteration A: polýydros Transliteration B: polyydros Transliteration C: polyydros Beta Code: polu/udros

English (LSJ)

ον,

   A abounding in water, τόποι Pl.Lg. 761b.

Greek (Liddell-Scott)

πολύυδρος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, τόποι Πλάτ. Νόμ. 761Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύυδρος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -υδρος (< ὕδωρ, -ατος), πρβλ. μελάν-υδρος].