ποτιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_6)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτιβλέπω''': Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.
|lstext='''ποτιβλέπω''': Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.
}}
{{grml
|mltxt=και ποτιγλέπω Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσβλέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> [[βλέπω]] / [[γλέπω]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.

Greek Monolingual

και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].