ισοδύναμος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, -ον)
1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» — λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος, έχουν την ίδια ενεργειακή αξία)
2. αυτός που είναι ίσος ή θεωρείται ίσος με άλλον ως προς την αξία, τη σημασία ή τη σπουδαιότητα (α. «ἱσοδύναμες προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν την ίδια κρίση με διαφορετική διατύπωση
β. «λογισθὲν ἰσοδύναμον τὸ ποτὸν αἵματι», ΠΔ)
3. το ουδ. ως ουσ. το ισοδύναμο(ν)
η ισοδυναμία.
επίρρ...
ισοδυνάμως και ισοδύναμα (ΑΜ ἰσοδυνάμως)
με ισοδύναμο τρόπο, με ισοδυναμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δύναμος (< δύναμις), πρβλ. αρτιοδύναμος, μεγαλοδύναμος].