πριονιστήριο: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(34) |
(No difference)
|
Revision as of 12:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
το, Ν
μηχανή ή εργοστάσιο εγκατεστημένων μηχανοκίνητων πριονιών όπου οι κορμοί δένδρων διαμορφώνονται σε καδρόνια ή σανιδοποιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριονίζω + κατάλ. -τήριο (πρβλ. σπουδασ-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πριονιστήριον, μαρτυρείται από το 18β2 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο].