προβατίλα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(34)
(No difference)

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

και δ. γρφ. προβατύλα, η, Ν
η χαρακτηριστική δυσοσμία που αναδίδουν τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τραγ-ίλα)].