προβατίλα

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

και δ. γρφ. προβατύλα, η, Ν
η χαρακτηριστική δυσοσμία που αναδίδουν τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τραγίλα)].