πυθόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(35)
(No difference)

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α
1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.)
2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.)
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Διονύσου
4. το θηλ. προσωνυμία της Αφροδίτης
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυθόχρηστον
πυθικός χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + χρηστός / χρήστης (πρβλ. θεό-χρηστος, υπο-χρήστης)].