πυθικός
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
Greek Monolingual
-ή, -ό / πυθικός, -ή, -όν, ΝΑ Πυθώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, στον Πύθιο Απόλλωνα, στην Πυθία ή στα Πύθια
2. φρ. α) «πυθικός νόμος» ή «πυθικόν αύλημα» — διαγωνισμός αυλού τα πλαίσια τών μουσικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη διάρκεια τών Πυθίων, διαγωνισμός που από το 582 π. Χ. είχε παραμείνει το μόνο αγώνισμα μουσικής της εορτής τών Πυθίων
β) «πυθικοί αγώνες» — οι αθλητικοί, μουσικοί και ποιητικοί αγώνες που διεξάγονταν στα πλαίσια τών Πυθίων
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Πυθικόν
τίτλος έργου του Δαμοκράτους για την πλύση τών δοντιών και του στόματος.