Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(35) |
(No difference)
|
ἡ, Α
το να παντρεύεται κανείς συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -γαμία (< -γάμος < γάμος), πρβλ. πολυ-γαμία].