πυκνογαμία

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να παντρεύεται κανείς συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -γαμία (< -γάμος < γάμος), πρβλ. πολυγαμία].