εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
ἡ, Αη Πνύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός + κατάλ. -αία (βλ. λ. Πνύξ)].