πυροβολώ: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(35)
(No difference)

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
σπέρνω σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βολώ].———————— (II)
-έω, Ν πυροβόλος
1. (αμτβ.) βάλλω με πυροβόλο όπλο
2. (μτβ.) κατευθύνω εναντίον κάποιου τη βολή πυροβόλου όπλου («τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής»).