πυρπολικός: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(35)
(No difference)

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό
ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία της εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. μπουρλότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρπολώ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. πυρπολικόν μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].