σκεδαστής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(6_19) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεδαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ διασκορπιστής, διασκορπίζων, Φίλων 1. 135, Φώτ. | |lstext='''σκεδαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ διασκορπιστής, διασκορπίζων, Φίλων 1. 135, Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο ΝΜΑ, και θηλ. σκεδάστρια Ν<br />αυτός που διασκορπίζει («τῶν προστάξεων τοῡ σκεδαστοῡ Φαραὼ ἠλόγουν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κερασ</i>-<i>της</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A scatterer, Ph.1.135, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκεδαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διασκορπιστής, διασκορπίζων, Φίλων 1. 135, Φώτ.
Greek Monolingual
ο ΝΜΑ, και θηλ. σκεδάστρια Ν
αυτός που διασκορπίζει («τῶν προστάξεων τοῡ σκεδαστοῡ Φαραὼ ἠλόγουν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. ἐ-σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -της (πρβλ. κερασ-της)].