Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(37) |
(No difference)
|
-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος / σκίρ(ρ)ος]]
νεοελλ.
(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύσταση
αρχ.
1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός
2. (για τη νόσο της επιληψίας) επίμονος.