σκολύφρα: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(6_4)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολύφρα''': «σκυθρωπὴ» Ἡσύχ.
|lstext='''σκολύφρα''': «σκυθρωπὴ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκολύβρα]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκυθρωπή, σκληρά, [[ἐργώδης]], [[δυσχερής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκολύπτω]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σκολύφρα: «σκυθρωπὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σκολύβρα Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκολύπτω.