σκολύφρα

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολύφρα Medium diacritics: σκολύφρα Low diacritics: σκολύφρα Capitals: ΣΚΟΛΥΦΡΑ
Transliteration A: skolýphra Transliteration B: skolyphra Transliteration C: skolyfra Beta Code: skolu/fra

English (LSJ)

σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής, Hsch.; cf. σκολύβρα.

Greek (Liddell-Scott)

σκολύφρα: «σκυθρωπὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σκολύβρα Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκολύπτω.