σμυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_4)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμυκτήρ''': «ὁ μυκτὴρ» Ἡσύχ.
|lstext='''σμυκτήρ''': «ὁ μυκτὴρ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μυκτήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μυκτήρ]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σμυκτήρ: «ὁ μυκτὴρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μυκτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μυκτήρ.