σμυκτήρ

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμυκτήρ Medium diacritics: σμυκτήρ Low diacritics: σμυκτήρ Capitals: ΣΜΥΚΤΗΡ
Transliteration A: smyktḗr Transliteration B: smyktēr Transliteration C: smyktir Beta Code: smukth/r

English (LSJ)

μυκτήρ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σμυκτήρ: «ὁ μυκτὴρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μυκτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μυκτήρ.