τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: σμυκτήρ | Medium diacritics: σμυκτήρ | Low diacritics: σμυκτήρ | Capitals: ΣΜΥΚΤΗΡ |
Transliteration A: smyktḗr | Transliteration B: smyktēr | Transliteration C: smyktir | Beta Code: smukth/r |
ὁ μυκτήρ, Hsch.
σμυκτήρ: «ὁ μυκτὴρ» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μυκτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μυκτήρ.