σκυλομούρης: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(37) |
(No difference)
|
Revision as of 12:30, 29 September 2017
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με του σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος
2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -μούρης (< μούρη), πρβλ. αλογο-μούρης].